- λαγυνοφόρια
- λᾰγῡνοφόρια, τά,A the flagon-bearing, a feast at Alexandria, Eratosth. ap.Ath.7.276b. [full] λαγυρίζομαι, v. λαγαρίζομαι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαγυνοφόρια — the flagon bearing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγυνοφόρια — Αρχαία οργιαστική γιορτή προς τιμήν του θεού Διονύσου, την οποία τελούσαν στην Αλεξάνδρεια. Οργανωτής της γιορτής ήταν ο Πτολεμαίος Διόνυσος και στη διάρκειά της παρέθετε συμπόσιο, όπου οι συνδαιτυμόνες έφερναν το φαγητό τους και μια λάγυνο με… … Dictionary of Greek